- ωνατάς
- -ᾱ, ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. ὠνητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωνητής — οῡ, και δωρ. τ, ὠνατάς, ᾱ, ὁ, Α [ὠνοῡμαι] 1. αγοραστής 2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων 3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων … Dictionary of Greek